Επιμέλεια σελίδας: Πέτρος Αϊβαλής, Φωτορεπόρτερ - τηλ. επικ.: 210 8656731 & ηλεκτρονική αλληλογραφία: petrosaivalis@gmail.com *
Συνήγορος του Παιδιού: 40% των παιδιών απειλούνται από τη φτώχεια εν έτει 2016


"Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει νά 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη. Νίκος Μπελογιάννης

Μετάφραση {Translate]

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Άφησε την τελευταία του πνοή... ο Ιάκωβος Καμπανέλλης


«Έφυγε» ο Ιάκωβος Καμπανέλλης για την «Αυλή των θαυμάτων»....

  καλό ταξίδι...  στον θεατρικό συγγραφέα και δημοσιογράφο  Ιάκωβο Καμπανέλλη  
                που άφησε την τελευταία του πνοή...  σήμερα το μεσημέρι...                             

Απεβίωσε το μεσημέρι της Τρίτης (29/3), σε ηλικία 89 ετών, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Ο θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος άφησε την τελευταία του πνοή στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου «Μητέρα», όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες λόγω επιπλοκών στην υγεία του από χρόνιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε στα νεφρά του.
Ο γεννήτορας του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου, όπως έχει χαρακτηριστεί, γεννήθηκε στη Νάξο το 1922. Το 1934, η οικογένειά του μετακόμισε, λόγω οικονομικών προβλημάτων, στην Αθήνα και ο Καμπανέλλης αναγκάστηκε να εργάζεται την ημέρα και να σπουδάζει σε μια νυχτερινή Τεχνική Σχολή.
Διψασμένος για γνώση, νοίκιαζε βιβλία από τα παλαιοβιβλιοπωλεία και μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο είχε γνωρίσει όλους τους ευρωπαίους κλασικούς. Το 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν. Ήταν ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες, και επέστρεψε το 1945. Την εμπειρία του αυτή την κατέγραψε στο μοναδικό του πεζογράφημα, «Μαουτχάουζεν» (1963).
Όταν γύρισε στην Αθήνα, εντυπωσιάστηκε από μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης και αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο. Εκεί, πρωτοεμφανίστηκε το 1950 με το έργο «Χορός πάνω στα στάχυα» (Θίασος Λεμού), αλλά γνωστός έγινε με τα επόμενα έργα του, που ανέβηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και το Εθνικό Θέατρο.
 Το έργο σταθμός στη σταδιοδρομία του θεωρείται η «Αυλή των θαυμάτων»(1957). Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο προβληματισμός για τα κοινωνικά δρώμενα και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή των ανθρώπων και, κυρίως, η σχέση της ταραγμένης νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχολογίας. 
Για την προσφορά του στο ελληνικό θέατρο του έχουν απονεμηθεί οι τίτλοι: επίτιμος Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, επίτιμος Διδάκτωρ της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επίτιμος Διδάκτωρ της Θεατρολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εξελέγη παμψηφεί τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και έχει τιμηθεί από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με την απονομή ανωτάτου παρασήμου. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές χώρες (Αγγλία, Αυστρία, Σουηδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σοβιετική Ένωση, Γερμανία).
Πολύ σημαντική είναι επίσης η δουλειά του ως σεναριογράφου, η οποία άσκησε τεράστια επίδραση στους σύγχρονους και τους μεταγενέστερούς του.Έχει γράψει τα σενάρια σε πολλές ταινίες σταθμούς του ελληνικού κινηματογράφου («Στέλλα», του Μ. Κακογιάννη, «Δράκος», του Ν. Κούνδουρου, «Η Αρπαγή της Περσεφόνης», του Γ. Γρηγορίου), ενώ σκηνοθέτησε ο ίδιος, σε δικό του σενάριο, την ταινία «Το κανόνι και το αηδόνι», το 1968. Αξιοσημείωτη είναι και η εξαιρετική του επίδοση στη στιχουργία, αφού το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (μουσ. Μάνου Χατζιδάκη), το «Μαουτχάουζεν» (μουσ. Μίκη Θεοδωράκη), το «Μεγάλο μας Τσίρκο» (μουσ. Σταύρου Ξαρχάκου) και άλλα σημαντικά έργα της ελληνικής μουσικής φέρουν την υπογραφή του.



Πηγή: www.tempo.gr

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ: Ο μεγάλος στοχαστής τής ελληνικής γλώσσας


γράφει ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Καθηγητής Πανεπιστημίου.

24grammata.com/ Λόγος
«Ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνα ἀπό τά πλέον ἀναπαλλοτρίωτα τοῦ Ἔθνους κτήματα. Ἀπό τό κτῆμα τοῦτο μετέχουν ὅλα τά μέλη τοῦ ἔθνους μέ δημοκρατικήν, νά εἴπω οὕτως, ἰσότητα• κανείς, ὅσον ἤθελεν εἶσθαι σοφός, οὔτ’ ἔχει, οὔτε δύναταί ποθεν νά λάβῃ τό δίκαιον νά λέγῃ πρός τό ἔθνος: «Οὕτω θέλω νά λαλῇς, οὕτω νά γράφῃς»[...]. Μόνος ὁ καιρός ἔχει τήν ἐξουσίαν νά μεταβάλλῃ τῶν ἐθνῶν τάς διαλέκτους, καθώς μεταβάλλει καί τά ἔθνη.» (Προλεγόμενα, σ. 49-50) Λόγια μεστά, ευθύβολα• λόγια κατασταλαγμένης σοφίας, διατυπωμένα σε αδρό λόγο, με τη λιτότητα τού γνωμικού και την αμεσότητα τής παροιμίας• λόγια ανδρός φλεγομένου από έρωτα παιδείας, πίστη φιλοπατρίας, φρόνημα δημοκρατικό και πάθος για τη γλώσσα μας• λόγια τού Αδαμάντιου Κοραή. Ξαναδιαβάζοντας τα κείμενα τού ηγέτη τού Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ιδίως τους «Αυτοσχέδιους Στοχασμούς περί της Ελληνικής Παιδείας και Γλώσσης», που περιλαμβάνονται σε «Προλεγόμενα» των έργων του με σκοπό τον φωτισμό τού υπόδουλου γένους και την αναγέννηση της Ελλάδος, συνειδητοποιεί κανείς τις πραγματικές διαστάσεις, το βάρος και τη δύναμη ορισμένων εννοιών-αξιών που σήμερα έχουν αποτριβεί, συνθηματοποιηθεί ή και ευτελιστεί• εννοιών όπως η παιδεία και η επιστήμη, η πατρίδα και ο άνθρωπος, η παράδοση, η γλώσσα. 

Εδώ, λόγω και των περιορισμών τού χώρου, θα σταθούμε σε ορισμένες καίριες θέσεις του Κοραή για τη γλώσσα, «γλωσσικά διδάγματα» θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν, τα οποία δεν μπορούν, φυσικά, να εξετασθούν αποκομμένα από τις ιδέες τού Κοραή για την παιδεία (σχολείο, διδασκαλία, βιβλία, εκπαίδευση) και την επιστήμη (νόηση, μάθηση). Για εγκυρότερη τεκμηρίωση των λεγομένων, αλλά και για να μη χαθούν η αμεσότητα και η γλαφυρότητα των λόγων τού Κοραή, θα ακολουθήσω τη μέθοδο των παραθεμάτων, την παράθεση δηλαδή αυτούσιων αποσπασμάτων, περιορίζοντας, όσο είναι δυνατόν, τον δικό μου σχολιασμό. Εξ ανάγκης, επίσης, η αναφορά στις ποικίλες, εκτενείς, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες, ωστόσο ενδιαφέρουσες και ενίοτε καίριες, απόψεις και εκτιμήσεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, θα είναι πολύ περιορισμένη. Τέτοιες εκτιμήσεις βρίσκει κανείς σε παλιότερα και νεότερα κείμενα τού Κ.Θ. Δημαρά, σε άρθρα από το Διήμερο Κοραή (Αθήνα: εκδ. Ε.Ι.Ε.,1984), όπως τού Άλκη Αγγέλου, τού Vincenzo Rotolo και τού Φίλιππου Ηλιού, σε δημοσιεύματα των Μ. Τριανταφυλλίδη, Απ. Δασκαλάκη, Γ. Χριστοδούλου, Χρ. Γιανναρά και πολλών άλλων. Η πνευματική φυσιογνωμία Η εκτίμηση τού γράφοντος για τον Αδαμάντιο Κοραή είναι ότι πρόκειται για πνευματική φυσιογνωμία ασυνήθιστης εμβέλειας, πολύ πάνω από τα μέτρα των περισσοτέρων πνευματικών προσωπικοτήτων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και τής λοιπής Ευρώπης τής εποχής του. Όποιος τον σπινθήρα του πνεύματος του Κοραή, την ευρύτητα και τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα της σκέψης του, τη βαθιά δημοκρατική και φιλελεύθερη συνείδησή του, τις μεγάλες συλλήψεις, τους τολμηρούς οραματισμούς του, τη διορατικότητα, την αγχίνοια και τη συνδυαστική του δύναμη, τη δεινή ικανότητα κρίσης, συλλήψεως και επιλύσεως προβλημάτων, τον ρομαντισμό και συνάμα την τάση του για ρεαλιστικές και δυναμικές λύσεις, το αγωνιστικό του φρόνημα και την επιμονή στις αρχές του – όποιος όλες αυτές τις αρετές και τα χαρίσματα τα εξισώνει απλουστευτικά (ενίοτε και υποτιμητικά) με την αναγνώριση στον Κοραή ευρυμάθειας, σοφίας, γνώσης και κρίσης, ασκημένης και διαπρέπουσας σε ορισμένες περιοχές τής επιστήμης, άριστης επιστημονικής εγκράτειας κ.τ.ό., αυτός δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υποτιμά και να στρεβλώνει τα χαρακτηριστικά μιας σπάνιας φυσιογνωμίας. 
Που, ακριβώς μ’ αυτές τις ικανότητες, μπορούσε να συλλάβει, να στρατευθεί και να συστρατεύσει άλλους στην υπηρεσία τρομακτικών στόχων, όπως ήταν η αναγέννηση τής Ελλάδας μέσα από την παιδεία• ο ξεσηκωμός τού Γένους εναντίον τού τυράννου• η δημιουργία πολιτικής και δημοκρατικής συνείδησης• η ανάγκη να αγωνιστούν οι Έλληνες για κοινωνικές και πνευματικές κατακτήσεις συγκρουόμενοι με την κατεστημένη εξουσία κάθε μορφής. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ο Κοραής, θέτοντας μεγάλους σκοπούς και πλήττοντας ισχυρούς στόχους, ήταν φυσικό και μεγάλα σφάλματα σε ορισμένες τοποθετήσεις του να κάνει και στο στόχαστρο πολλών αντιπάλων, συγχρόνων του και κατοπινών, να μπει. Συχνά οι απόψεις τού Κοραή για τη γλώσσα, που σ’ αυτόν βεβαίως συνδέονταν με θαυμαστή συνέπεια στους γενικότερους οραματισμούς του για την Ελλάδα, ήταν απλώς η αφορμή για να πληγεί καίρια ο ίδιος και να εμφανιστεί αναξιόπιστος στις γενικότερες ιδέες και τα κηρύγματά του. Έτσι, στις διπολικές ταξινομήσεις που έγιναν στο γλωσσικό επιχειρήθηκε, ιδίως στις φάσεις οξύτητας τού γλωσσικού ζητήματος, αλλά και αργότερα, να εμφανιστεί ο Κοραής ως αρχαιόπληκτος, ως εξωπραγματικός, ως υπέρμαχος τής καθαρεύουσας και διώκτης τής λαϊκής γλώσσας κ.τ.ό. – στην καλύτερη περίπτωση, ως ο συντηρητικός εκφραστής μιας «μέσης οδού» σταθερά εξαρχαϊζόμενης. Η αλήθεια δεν ανταποκρίνεται προς ένα τέτοιο πορτρέτο. 
Γλωσσικά διδάγματα Ο Κοραής (1748-1833) είναι η πρώτη μεγάλη επιστημονική προσωπικότητα που με το κύρος της στήριξε τα δικαιώματα τής «κοινής γλώσσης», δηλαδή τού προφορικού λόγου, φράζοντας έτσι το δρόμο στην απόπειρα των νεοαττικιστών να καθιερώσουν ως επίσημη γλώσσα τού έθνους (και προφορική!) την Ελληνική, μιαν άκρως αρχαΐζουσα και κακόζηλη απομίμηση της αρχαίας ελληνικής. (Να θυμίσουμε ότι στους χρόνους τού Κοραή ο όρος ελληνική δήλωνε αποκλειστικά την «αρχαία ελληνική», ενώ η σύγχρονη προφορική γλώσσα τής εποχής, ό,τι θα αποκαλούσαμε δημοτική, χαρακτηριζόταν ως «κοινή γλώσσα»). 
Ο Κοραής δεν αντιτάσσεται απλώς, αλλά επικρίνει και γελοιοποιεί ακόμη με την καυστική και θαρραλέα γλώσσα του τους αρχαϊστές: «Εἰς ποίαν δεινήν ἄγνοιαν καί πλάνην εὑρίσκονται, όσοι διά την ατέλειαν της κοινής γλώσσης προτιμώσι να γράφωσιν Ελληνικά, ήγουν εις γλώσσαν, ήτις έπαυσε προ πολλού να λαλήται και εις την οποίαν, και όταν ακόμη ελαλείτο, ήταν τόσον ολίγοι οι γράφοντες καλώς. Αυτοί νομίζουν ότι να γράφη τις Ελληνικά, αρκεί να συντάσση τα ρήματα και τας προθέσεις με τας αυτάς ονομαστικάς πτώσεις, με τας οποίας τα εσύντασσαν οι παλαιοί [...] ουδ’ εσυλλογίσθησαν ποτέ ούτε σκέψιν ουδεμίαν έκαμαν εις το λεκτικόν μέρος της γλώσσης, ήγουν την εκλογήν των ονομάτων, και μάλιστα την ευάρμοστον αυτών θέσιν και τάξιν προς άλληλα. Αρκούμενοι λοιπόν εις την κατανόησιν των Ελληνικών ποιητών και συγγραφέων, αναγκαίων εις την διόρθωσιν της κοινής ημών γλώσσης, ας αφήσωμεν και εις τους φίλους της ματαιοδοξίας την δόξαν να συγγράφωσι και να στιχουργώσι λόγους και στίχους [...] και εις τους φίλους του μακαρονισμού την τιμήν να συγκλώθωσι τασύγκλωστα• και ας καταγινώμεθα όλοι διόλου εις την μετά λογισμού διόρθωσιν της κοινής του γένους γλώσσης, της οποίας η τελείωσις κρέμεται από την εκλογήν των νοημάτων, από την εκλογήν των λέξεων και από την έντεχνον αυτών σύνθεσιν και συμπλοκή». (Προλεγόμενα, σ. 239-40) Αλλού γίνεται ακόμη σκληρότερος: «Ο μακρονισμός των κακότυχων τούτων Αττικιστών, των οποίων η σοφία έφθασεν έως να μεταφράση και το «οργίζομαι» διά του «χαλεπαίνω», οπόθεν άλλοθεν προέρχεται πλην από την άγνοιαν της γλώσσης; Μην εξεύροντας την μητρικήν αυτών γλώσσαν, καταφεύγουσιν εις την προγονικήν, όχι διότι γνωρίζουσιν εκείνην καλήτερα, αλλά διότι με το κάλυμμά της κρύπτουν την ιδίαν αμαθίαν εις των αμαθεστέρων τους οφθαλμούς ασφαλέστερον.» (Έ.α., σ. 503). Με θαυμαστή παρρησία και συνέπεια, ο Κοραής κήρυξε αναφανδόν, μιλώντας και ξαναμιλώντας για το ίδιο θέμα, ότι επίσημη γλώσσα του Έθνους δεν μπορεί να είναι άλλη από την κοινή γλώσσα: «Ηύξησε την άγνοιαν και της παλαιάς και της νέας γλώσσης, η επικρατήσασα έως τώρα κακή και διεστραμμένη συνήθεια να καταφρονώμεν την νέαν, την οποίαν μόνην είναι δυνατόν να φέρωμεν εις τελειότητα, γράφοντες εις την παλαιάν, την οποίαν [...] δεν είναι τρόπος να γράψωμεν εντελώς[...]. Καιρός είναι να ελευθερωθώμεν από ταύτην την πρόληψιν.» (Ε.ά., σ. 39-40). «Πρέπει να γυμναζώμεθα εξαιρέτως να καλλύνωμεν και να διορθόνωμεν όσο είναι δυνατόν την γλώσσαν, την οποίαν εθηλάσαμεν με το γάλα, και εις μόνην την οποίαν εσυνειθίσαμεν να εξηγώμεν ό,τι συλλογιζόμεθα. [...] ημείς έχομεν χρείαν μεγάλην να γράφωμεν εις την γλώσσαν, εις την οποία και νοούμεν, εάν θέλωμεν και τα νοήματα ημών να κανονίσωμεν και την γλώσσαν ικανήν να τα εκφράζη να καταστήσωμεν.» (Έ.α., σ. 41). Δύο προϋποθέσεις θέτει ωστόσο ο Κοραής, μια ουσιαστική και μια μεθοδολογική-διδακτική: 1) Να βελτιωθεί το επίπεδο τής κοινής γλώσσας με καθαρμό (αντικατάσταση ξένων λέξεων) και διόρθωση (καθιέρωση και ενεργοποίηση ελληνικών, διαλεκτικών ή και αρχαίων, λέξεων). 2) 
Η Νέα Ελληνική («κοινή») να διδάσκεται στα σχολεία, να ερευνάται και να μαθαίνεται σε συνδυασμό και συγκριτική συσχέτιση με την Αρχαία Ελληνική («ελληνικήν»). Για τον «καθαρμό» τής γλώσσας, ειδικότερα, απ’ όπου και «καθαρισμός» χαρακτηρίστηκε ολόκληρη η διδασκαλία τού Κοραή (ο «κοραϊσμός») και απ’ όπου και η «καθαρεύουσα [γλώσσα]», γράφει συγκεκριμένα ο Κοραής: «Πρώτον αποτέλεσμα καλόν είναι ο καθαρμός της γλώσσης από αλλοφύλους λέξεις. Εις τίνα δεν είναι γνωστόν ότι εις πολλούς τόπους ονομάζονται τα πράγματα με λέξεις ιταλικάς και τουρκικάς; Όχι διότι λείπει από την γλώσσαν εμφύλιος λέξις, αλλά διότι δεν γνωρίζεται εις τον τόπον εκείνον, όπου ονομάζεται το πράγμα με αλλόφυλον. Είναι εντροπή εις Γραικόν, καθ’ υπόθεσιν Σμυρναίον, να ονομάζη τουρκιστί πράγμα το οποίον ο πλησιόχωρος αυτού Χίος ονομάζει γραικιστί• εις τον Κερκυραίον, ιταλιστί, του οποίου το γραικόν όνομα σώζεται εις την γείτονα Πελοπόννησον.» (Έ.α., σ. 499-500). Πόσο διδακτικά ακούγονται και σήμερα λόγια όπως: «Η από τους ξένους δάνεισις ή να το είπω καθαρώτερα, ψωμοζήτησις λέξεων και φράσεων, από τας οποίας γέμουσιν αι αποθήκαι της γλώσσης, σιμά της ατιμίας, δίδει και παντελούς απαιδευσίας, ή και ηλιθιότητος, υπόληψιν [...]. Τι ωφελεί των αλλοτρίων γλωσσών η είδησις, όταν λαμβάνη τις απ’ αυτάς όχι ό,τι δύναται να διορθώση, αλλ’ ό,τι διαστρέφει και ασχημίζει την γλώσσαν του; 
Η χρεία την οποίαν από τας άλλας έχει η ημετέρα είναι πολλά ολίγη, επειδή παραστέκει σιμά της η υπέρπλουτος αυτής μήτηρ, έτοιμη να δώση εις αυτήν ό,τι της λείπει, εάν μόνον έχωσι την τέχνην να το λαμβάνωσι οι λαμβάνοντες χωρίς σπαραγμόν. Και μ’ όλον τούτο, δεν εξεύρω δια ποίαν αιτίαν ζητούμεν να την γεμίσωμεν από των άλλων γλωσσών τα ιδιώματα. Ως να μην ήσαν αρκετοί όσοι τουρκισμοί την εμίαναν, την πολιορκούσι σήμερον οι γαλατισμοί, οι ιταλισμοί, οι γερμανισμοί, πανταχόθεν, και την πνίγουσιν.» (Έ.α., σ. 136-37). Ως προς τη «διόρθωσιν» τής κοινής, να τι πρεσβεύει ο Κοραής: «Διόρθωσιν ονομάζω της γλώσσης, όχι μόνον τον μετασχηματισμόν διαφόρων βαρβαρομόρφων λέξεων και συντάξεων, αλλά και την φυλακήν πολλών άλλων, τας οποίας ως βαρβάρους σπουδάζουν να εξορίσωσιν από την γλώσσαν όσοι μετά προσοχής δεν ερεύνησαν την φύσιν της γλώσσης [...]. Οι νέοι Ευστάθιοι, μεταχειριζόμενοι τον παραλληλισμόν, του οποίου δίδω το παράδειγμα, και την κοινήν εις όλους γλώσσαν θέλουν κανονίσειν, και την μάθησιν της αρχαίας Ελληνικής ευκολωτέραν και εντελεστέραν θέλουν καταστήσειν.» (Έ.α., σ. 36-37). 
Εκδίδοντας, σχολιάζοντας, μεταφράζοντας πλήθος αρχαίων κειμένων ο Κοραής, βιώνοντας δηλαδή ο ίδιος καθημερινώς τη διαχρονική σχέση αρχαίας Ελληνικής (παρά την αισθητή έλλειψη καλλιέργειας και το πλήθος των ξενισμών της τότε κοινής, την οποία γι’ αυτό συχνά ο Κοραής χαρακτηρίζει ως εκβαρβαρωμένη), προβαίνει στην πρακτική μεθοδολογική υπόδειξη μιας αντιπαραβολικής, συγκριτικής και συσχετιστικής διδασκαλίας αρχαίας και νέας Ελληνικής: «Τοιαύτη σύγκρισις και παράθεσις έχει προς τοις άλλοις και τούτο το καλόν, ότι διδάσκει ενταυτώ και την διαφοράν της κοινής ημών γλώσσης προς την αρχαίαν ελληνικήν και ανακαλύπτει τας αιτίας όθεν εγεννήθη η διαφορά. Αύτη όμως η διδασκαλία δεν είναι δυνατόν να παραδοθή, πλην μόνους απ’ εκείνους τους διδασκάλους, όσοι ησχολήθησαν εις την έρευναν της σημερινής των Ελλήνων γλώσσης, ορθώς συλλογιζόμενοι ότι αναγκαιοτέρα είναι εις ημάς η γραμματική θεωρία και πράξις της γλώσσης, την οποίαν λαλούμεν καθ’ εκάστην, παρά της γλώσσης την οποίαν μας αναγκάζει να μανθάνωμεν η κατάληψις των συγγραμμάτων των ημετέρων προγόνων.» (Έ.α., σ. 130-131) «Περιττά ίσως ήθελεν κριθείν [...], αν δεν απέβλεπαν εις τον σκοπόν τον οποίον επιθυμώ να γένη κοινός όλων των παραδιδόντων ή μανθανόντων την Ελληνικήν γλώσσαν Ελλήνων σκοπός – την αδειάλειπτον λέγω παράθεσιν και σύγκρισιν της αρχαίας γλώσσης με την σημερινήν.» (Έ.α., σ. 199). «Είναι πράγμα πολλού γέλωτος άξιον να καταγινώμεθα εις την έρευναν της παραγωγής, ετυμολογίας, γραφής και συντάξεως των Ελληνικών λέξεων, και να μη γνωρίζωμεν τας λέξεις με τας οποίας παριστάνομεν καθ’ εκάστην τας εννοίας της ψυχής ημών, μηδέ της συντάξεως αυτών τον τρόπον. Και διατί συνέβη η τοιαύτη επονείδιστος άγνοια; 
Διότι ημελήθη εις τα σχολεία η αδιάλειπτος παραβολή και παράθεσις των δύο γλωσσών• διότι οι διδάσκαλοι επεχείρησαν να κάμωσι τους μαθητάς των Πλάτωνας και Ξενοφώντας, ήγουν εματαιοπόνησαν εις το αδύνατον και τους αφήκαν να γράφωσι την κοινήν γλώσσα;ν χειρότερα παρά τους υδροφόρους και ξυλοφόρους.» (Έ.α., σ. 141Α) Για τον Κοραή, η βαθύτερη, δημιουργική κατάκτηση τής ελληνικής γλώσσας είναι προϊόν μακράς διαχρονικής πορείας με διπλή κατεύθυνση: από τη νέα προς την αρχαία και από την αρχαία προς τη νέα. Γράφει προς τον Αλέξανδρο Βασιλείου: «Χωρίς την ακριβεστάτην είδησιν της [αρχαίας] ελληνικής, όστις καταγίνεται εις το να διορθώση την κοινήν ή να δώση εις αυτήν κανόνας ή να κρίνη καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον, περιπατεί εις την σκοτίαν και δεν ηξεύρει μήτε που υπάγει μήτε τι κάμνει.» (Αλληλογραφία, τ.2, σ. 116). Σε άλλη, πάλι, επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Βασιλείου τονίζει τη χρησιμότητα τής αντίστροφης πορείας: «Εξεύρεις, καθώς εγώ, πόσον είναι αναγκαία να επιταχύνη την αρχομένην του Ελληνικού γένους αναγέννησιν η είδησις της ελληνικής γλώσσης [...]. Εν από τα μέσα να ευκολύνη τις την μάθησιν αυτής είναι να την παραβάλλη, όταν την παραδίδη με την κοινήν ταύτην γλώσσαν, την οποίαν εθηλάσαμεν με το μητρικό γάλα[...]. Όσον και αν εβαρβαρώθη, αυτή σώζει πολλάς λέξεις Ελληνικάς και πολλάς σημασίας λέξεων, τας οποίας ματαίως ήθελέ τις ζητήσειν εις τα λεξικά, πολλά παράγωγα των οποίων εις τους συγγραφείς δεν ευρίσκονται παρά τα πρωτότυπα, και πρωτότυπα των οποίων εις αυτούς δεν σώζονται παρά τα παράγωγα• εις ολίγα λόγια, σώζει πολλά λείψανα της αρχαίας γλώσσης, λείψανα σεβάσμια, των οποίων η καταφρόνησις εγέννησε τόσους μακρούς κανόνας γραμματικούς, τόσας γελοιώδεις ετυμολογίας των λέξεων, τόσας αθλίας παρεξηγήσεις των συγγραφέων, τόσους αμαθείς διδασκάλους και, το χειρότερον, κατέστησε τόσον αηδή της Ελληνικής γλώσσης την μάθησιν.» (Προλεγόμενα, σ. 37). 
Το ανήσυχο και φωτισμένο πνεύμα του Κοραή, ζώντας από κοντά στο Παρίσι τις σαρωτικές εξελίξεις τής Γαλλικής Επανάστασης και τα μεγάλα πνευματικά κινήματα, συνδέει άρρηκτα τη γλώσσα με την παιδεία, διά της οποίας προσδοκά τον φωτισμό τού Γένους και την ανάστασή του από τον τουρκικό ζυγό. «Ποτέ έθνος δεν διαστρέφει την γλώσσαν του χωρίς να διαστρέψη ενταυτώ και την παιδείαν του. Η ασυνταξία της γλώσσης συνοδεύει πάντοτε την ασυνταξίαν των εννοιών• διότι όστις συνεθίζει να καταφρονή τους κανόνας της Γραμματικής, γρήγορα θέλει καταφρονήσειν και τους κανόνας της Λογικής• και αφού μίαν φοράν φθάση να εμβή εις τας κεφαλάς η ταραχή το έθνος καταφέρεται ως κύλινδρος από το ύψος της δόξης εις της αδοξίας τον βυθόν.» (Έ.α., σ. 126). 
«Πρώτον έργον του αναγεννωμένου έθνους είναι της ιδίας αυτού γλώσσης η διόρθωσις• και μακάριον εκείνον το έθνος, εις το οποίον έμειναν λείψανα προγονικού πλούτου, ικανά να θεραπεύσωσι την παρούσαν του πτωχείαν.» (Έ.α., σ. 199) Για τον γίγαντα αυτόν τής φιλολογικής επιστήμης, η κατάκτηση της γλώσσας προσδιορίζεται και προσδιορίζει συνάμα τη νοητική ικανότητα του ανθρώπου: «Ο κακά συλλογιζόμενος κακά λαλεί•και ο κακά λαλών εμποδίζει τον νουν να ανακαλύψη τας πηγάς της πλάνης και του διαστρέφει ολονέν την δύναμιν του συλλογίζεσθαι ή και παντάπασι την καταργεί.» (Έ.α., σ. 492) Η σκέψη τού Κοραή είναι γλωσσοκεντρική. Γλώσσα, παιδεία, νόηση, ήθος, καλλιέργεια, επιστήμη πάνε μαζί. Η βαθύτατη αυτή πίστη στην αξία τής γλώσσας κάνει τον Κοραή να επαναστατεί μπροστά σε κάθε μορφής υποβάθμιση τής γλώσσας. Γιατί κάθε απώλεια γλώσσας είναι γι’ αυτόν απώλεια ουσίας και εμπόδιο στην παιδευτική αναγέννηση τού Έθνους. Στηλιτεύει σκληρά τον στείρο σχολαστικισμό, την εμμονή στην απλή γραμματική διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας: «Καιρός είναι ν’ αφήσωμεν τα πολυθρύλλητα Διαβατικά και τα Συγκείμενα εις τους διαβάζοντας και κειμένους, και ν’ αρχίσωμεν νέαν ζωήν. Εις την παρούσαν του γένους κατάστασιν δεν είναι πλέον συγχωρημένον να καταδαπανάται ασυμπαθώς των ταλαιπώρων νέων η ηλικία εις τας μωρολογίας• καιρός είναι να τους γεύσωσι και στερεωτέραν τροφήν οι διδάσκαλοι, αν δεν θέλωσι να τους αφήσωσι μωρούς και νηπίους επί ζωής των.» (Έ.α., σ. 37). «[Οι μαθηταί] να μανθάνωσι πρώτον, όχι τα οποία οι προ αυτών εδιδάσκοντο μωρά από μωρούς θαυμαζόμενα γραμματικά, αλλά την μεθοδικήν φιλολογίαν της ελληνικής γλώσσης, της οποίας αχώριστος πρέπει να είναι η λατινική.» (Έ.α., σ. 514). Όμοια επικρίνει τον σχολαστικισμό και την έλλειψη συστήματος και μεθόδου στις γραμματικές τής εποχής του. Φτάνει να πει: «Πράγμα παράδοξον, αλλά κατά δυστυχίαν αληθέστατον: περισσότερον ήθελ’ ωφελήσειν το γένος σήμερον όστις καίει παρά όστις γράφει Γραμματικάς.» (Έ.α., σ. 67). 
Η σύνταξη μιας ευμέθοδης, συνοπτικής και στην κοινή γλώσσα γραμμένης Γραμματικής είναι ό,τι προτείνει. Εκεί όμως που κυρίως εστιάζει τη γλωσσική προσπάθεια είναι η σύνταξη Λεξικού τής ελληνικής γλώσσας: «Το πρώτον βιβλίον εκάστου έθνους είναι της γλώσσης του το Λεξικόν, ήγουν η συνάθροισις και έρευνα των συμβόλων με τα οποία εκφράζει τας ιδέας του. Έως δεν γένη η συνάθροισις αύτη, το έθνος όχι μόνον δεν εμπορεί ν’ αποκτήση παιδείαν ή ν’ αυξήση την οποίαν έχει, αλλά και κινδυνεύει να την χάση παντάπασι.» (Έ.α., σ. 496). Τέλος, ο Κοραής θεωρεί, πάνω απ’ όλα, τη γλώσσα εθνική υπόθεση, πράγμα που καθορίζει την όλη στάση του απέναντι σ’ αυτήν. Διακηρύσσει: «Ολοκλήρου τινός έθνους ο χαρακτήρ από την γλώσσαν του γνωρίζεται» (Έ.α., σ. 52). 
Ασυμβίβαστος, μαχητικός, συχνά οξύς και επιθετικός στην υποστήριξη των θέσεών του, με τη σοφία τού μελετητή τού Ελληνισμού σε όλες τις εκφάνσεις του, με την ευθύνη τού επιστήμονα που δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στην αλήθεια, αλλά και με τους οραματισμούς ενός πνευματικού ταγού του Γένους που όφειλε να βλέπει μακριά και να προετοιμάζει ένα καλύτερο μέλλον για την πατρίδα και τη γλώσσα του, ο Κοραής συγκρούστηκε με τους συντηρητικούς και ρομαντικούς αττικιστές που κυριαρχούσαν τότε στην πνευματική ζωή τής Ελλάδας και κήρυξε, πρώτος αυτός από τον χώρο τής επιστήμης, την ανάγκη ν’ αναχθεί η κοινή της εποχής σε επίσημη γραφόμενη εθνική γλώσσα. Ήταν η πρώτη γενναία και αποφασιτική επιστημονική στήριξη τής προφορικής μας γλώσσας. Με σύνεση και ρεαλισμό προχώρησε ένα βήμα περισσότερο: στην αναβάθμιση τής ακαλλιέργητης και ξενοβριθούς προφορικής γλώσσας τής εποχής με τη διαδικασία που ο ίδιος θεωρούσε προσφορότερη, τον καθαρμό και τη διόρθωση. Υπ’ αυτή την έννοια θεωρήθηκε ο εισηγητής τής μέσης οδού στην εξέλιξη των γλωσσικών μας πραγμάτων. Κι όπως πολύ αργότερα ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, έτσι κι ο Κοραής επικρίθηκε από τον Ψυχάρη και άλλους. Κι ωστόσο –όπως και ο Τριανταφυλλίδης–, ούτε συντηρητικός ούτε οπαδός του συμβιβασμού υπήρξε, αλλά ούτε, στην πραγματικότητα, και καθαρευουσιάνος.
 Ήταν και έμεινε ο εισηγητής μιας αναβαθμισμένης δημοτικής ή κοινής γλώσσας, ανάμικτης με ζωντανά λόγια στοιχεία τής εποχής. Με σημερινή ορολογία, από τη μια μεριά ήταν εναντίον τού γλωσσικού λαϊκισμού κι από την άλλη πάλι εναντίον του αυταρχικού λογιοτατισμού. Αυτή, ήταν, στην πραγματικότητα, η ‘μέση οδός’ του Κοραή. Τα λόγια του: «Εάν να μακρύνεταί τις από την κοινήν του λέγειν συνήθειαν τόσον, ώστε να γίνεται ασαφής εις την διάνοιαν και παράξενος ολότελα εις την ακοήν, είναι τυραννικός, ο τόσος πάλιν χυδαϊσμός, ώστε να γίνεται αηδής εις εκείνους όσοι έλαβον ανατροφήν, με φαίνεται δημαγωγικόν. Όταν λέγω ότι από την γλώσσαν μετέχει το έθνος όλον με δημοκρατικήν ισότητα, δεν νοώ ότι πρέπει ν’ αφήσωμεν την μόρφωσιν και δημιουργίαν αυτής εις την οχλοκρατικήν φαντασίαν των χυδαίων [...]. Εάν δεν μας πρέπη η τυραννική προσταγή «Ούτω θέλω να λαλής», έχομεν το δίκαιον της αδελφικής συμβουλής «Ούτω πρέπει να λαλούμεν». 
Γράφομεν, ήθελεν ειπείν τις, διά τους αμαθείς και πρέπει να συγκαταβαίνωμεν εις την κατάληψιν αυτών. Αλλά μόνον οι σπουδαίοι χρεωστούν να συγκαταβαίνωσιν εις τους αμαθείς; Μη δεν έχουν κ’ εκείνοι χρέος να συναναβαίνωσιν ολίγον με τους σπουδαίους;» (Έ.α., σσ. 50-51). Το χρυσό παράγγελμα που πρότεινε ο Κοραής προς τους λογίους να τηρήσουν στη γλώσσα: «Γράφε μετά προσοχής και μελέτης• εκρίζωσον από την γλώσσαν τα ζιζάνια της χυδαιότητος, όχι όμως όλα πάραυτα με την δίκελλαν αλλά με την χείρα και κατά εν οπίσω του άλλου• σπείρε εις αυτήν τα ελληνικά σπέρματα, αλλά και αυτά με την χείρα, και όχι με τον σάκκον. Και θέλεις απορήσειν πως εις ολίγον καιρόν και αι λέξεις και αι φράσεις σου από το βιβλίον εις του λαού τα στόματα. Οι λόγιοι άνδρες του έθνους είναι φυσικά οι νομοθέται της γλώσσης, την οποίαν λαλεί το έθνος• αλλ’ είναι (πάλιν το λέγω) νομοθέται δημοκρατικού πράγματος. Εις αυτούς ανήκει η διόρθωσις της γλώσσης, αλλ’ η γλώσσα είναι κτήμα όλου του έθνους και κτήμα ιερόν. 
Όθεν, πρέπει να ανακαινίζεται με ευλάβειαν και ησυχίαν, καθώς ανακαινίζονται τα ιερά των θεών, και όχι με την θορυβώδη και τυραννικήν αυθάδειαν, με την οποίαν υψώθη της Βαβέλ ο πύργος.» (Έ.α., σσ. 51-51). Μάθημα δημοκρατίας, σοφίας και ήθους, που το χρειαζόμαστε και σήμερα. Στ’ αφτιά μας αντηχεί η γεμάτη λαχτάρα χαιρετιστήρια ευχή του ξενιτεμένου σοφού στο τέλος των Αυτοσχέδιων Στοχασμών: «Ποθεινή πατρίς, ευτύχει!».